Ιστάρ

Ιστάρ
(Ishtar). Βαβυλωνιακή ονομασία της βαβυλωνιακής και ασσυριακής θεότητας Αστάρτης (βλ. λ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Σουμέριοι — Όρος προερχόμενος από το όνομα «Σούμερ» που οι Βαβυλώνιοι έδιναν στην Κάτω Μεσοποταμία, με τον οποίο δηλώνεται ο λαός που κατοίκησε εκεί μεταξύ 4ης και 2ης π.Χ. χιλιετίας. Οι ίδιοι οι Σ. ονόμαζαν τους εαυτούς τους «μαυροκέφαλους» και τη χώρα τους …   Dictionary of Greek

  • ηλιολατρία — Η λατρεία του Ήλιου ως θεού. H παράδοση της θεοποίησης του Ήλιου, που ως πηγή φωτός και θερμότητας ήταν εύλογο να ταυτιστεί συμβολικά από την πρωτόγονη φαντασία με την αρχέγονη δημιουργική δύναμη του κόσμου, συνδέεται κυρίως με τις θρησκευτικές… …   Dictionary of Greek

  • κυβέλη — I Θεότητα της Φρυγίας και της Λυδίας κατά την αρχαιότητα, η λατρεία της οποίας εξαπλώθηκε και στον ελλαδικό χώρο. Επρόκειτο για ένα ανώτατο ον θηλυκού γένους, ένα ασιατικό αντίστοιχο της Μεγάλης Μητέρας Θεάς. Περιστοιχιζόταν από τον Ουρανό, τον… …   Dictionary of Greek

  • Ασσούρ — I O ανώτατος θεός των Ασσυρίων, προστάτης των Ασσυρίων βασιλέων. Εικονίζεται άλλοτε με μορφή φτερωτού ηλιακού δίσκου από τον οποίο προβάλλει το σώμα πολεμιστή που ρίχνει με τόξο και άλλοτε όρθιος πάνω σε δύο μυθικά ζώα φορώντας κράνος με κέρατα… …   Dictionary of Greek

  • Ατάργατις — Συριακή θεότητα που ταυτιζόταν με τη Γη. Ονομαζόταν επίσης Αταγάνθη ή Αταργάτη. Ο αραμαϊκός τύπος Ταρατά βρίσκεται στο ιερό βιβλίο των Εβραίων Ταλμούδ. Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι την ονόμαζαν Δερκετώ και την ταύτιζαν με την Αφροδίτη. Αντιστοιχούσε …   Dictionary of Greek

  • Ίσιν — Αρχαία πόλη της νότιας Μεσοποταμίας, περίπου 20 χλμ. Ν της αρχαίας Νιπούρ, στη θέση του σημερινού χωριού Ισάκ Μπαχριγιάτ του Ιράκ. Ήταν το σπουδαιότερο κέντρο λατρείας της θεάς Νινινσινά, της γνωστής στους κατοίκους της Μεσοποταμίας και ως Γκούλα …   Dictionary of Greek

  • Μπίτι, Γουόρεν — (Warren Beatty, Ρίτσμοντ 1937 –). Αμερικανός ηθοποιός, παραγωγός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Από τους χαρισματικούς ερμηνευτές της γενιάς του στον κινηματογράφο θεωρείται ανακάλυψη του Ελίας Καζάν. Αυτοδίδακτος, πέρασε σαν… …   Dictionary of Greek

  • Νινευί — Αρχαία πόλη της Ασσυρίας, στην ανατολική όχθη του Τίγρη ποταμού, απέναντι από τη σημερινή Μοσούλη, η οποία χτίστηκε κατά την παράδοση από τον μυθικό Νίνο, σύζυγο της Σεμίραμης. Στην πραγματικότητα, η Ν. ανάγεται τουλάχιστον στην 3η π.Χ. χιλιετία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”